- καταδημοβορώ
- καταδημοβορῶ, -έω (Α)καταναλίσκω («λαοῑσι δότω καταδημοβορῆσαι» — ας τά δώσει για να τά καταναλώσει ο στρατός, Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δημο-βορώ «καταξοδεύω την περιουσία τού δήμου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.